- ευνουχία
- η (ΑΜ εὐνουχία) [ευνούχος]1. το να είναι κάποιος ευνούχος, η κατάσταση τού ευνούχου2. συνεκδ. ανικανότητα, αγονία, στείρωσημσν.1. αγαμία, έλλειψη δυνατότητας για γάμο2. (κατ' επέκτ.) εγκράτεια, ηθική καθαρότητα, αγνότητα, εκούσια αποχή από σεξουαλική επαφή.
Dictionary of Greek. 2013.